παρακινώ

παρακινώ
παρακινῶ, -έω, ΝΜΑ
συμβουλεύω και συγχρόνως ενθαρρύνω κάποιον να κάνει κάτι, παρορμώ, ερεθίζω, εξωθώ, παροτρύνω
αρχ.
1. διαταράσσω, συγχέω
2. διαταράσσομαι, θολώνομαι
3. εγείρω ταραχές, σχηματίζω φατρίες, ενεργώ εναντίον καθεστώτων
4. κινώ σφοδρώς, διεγείρω σε μανία κάποιον
5. παθ. γίνομαι εκτός εαυτού, εξίσταμαι, παραφρονώ
6. (αμτβ.) α) είμαι γεμάτος πάθος, συγκινούμαι υπερβολικά
β) μεταβάλλω τη θέση μου, μετατρέπομαι, μεταβάλλομαι
7. μνημονεύω κάτι στην πάροδο τού λόγου ή τυχαία
8. μτφ. ανακινώ θέμα για συζήτηση, διατυπώνω ερώτηση σχετικά με ένα ζήτημα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παρακινώ — παρακινώ, παρακίνησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παρακινώ — παρακίνησα, παρακινήθηκα, παρακινημένος, προτρέπω, υποκινώ, παροτρύνω: Παρακίνησέ τον να ζητήσει τα χρήματα που του χρωστούν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρακινῶ — παρακινέω move aside pres subj act 1st sg (attic epic doric) παρακινέω move aside pres ind act 1st sg (attic epic doric) παρακῑνῶ , παρακινέω move aside pres subj act 1st sg (attic epic doric) παρακῑνῶ , παρακινέω move aside pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δευτεροτρέχω — παρακινώ (τα άλογα) να τρέξουν πάλι, δεύτερη φορά …   Dictionary of Greek

  • βάζω — (I) και βάνω (Μ βάζω) 1. τοποθετώ, φορώ 2. τοποθετώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο νεοελλ. Ι. 1. προσθέτω, συνυπολογίζω 2. (για βαθμό) βαθμολογώ 3. διορίζω, τοποθετώ κάποιον σε κάποια θέση 4. βάζω... να αναγκάζω ή πείθω κάποιον να κάνει κάτι 5. υποθέτω …   Dictionary of Greek

  • επαίρω — και (ε)παίρνω (AM ἐπαίρω, Μ και (ἐ)παίρνω) [αίρω] μέσ. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι («ἐπαιρόμενος ή πλούτῳ ἤ ἰσχύι», Πλάτ.) νεοελλ. ναυτ. η προστ. έπαρον ως παρακελευσματικό μόριο για ύψωση τών μεγάλων ιστίων μσν. νεοελλ. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.)… …   Dictionary of Greek

  • επεγκελεύω — ἐπεγκελεύω (AM) 1. παρακινώ, παροτρύνω κάποιον σε κάτι («ἀλλ οὖν ἐπεγκέλευέ γ ὡς εὐψυχίαν... κτησώμεθα», Ευρ.) 2. μέσ. επεγκελεύομαι διατάσσω, συνιστώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εγκελεύω «προτρέπω, παρακινώ»] …   Dictionary of Greek

  • εποτρύνω — ἐποτρύνω (Α) 1. παρακινώ, ερεθίζω («καὶ αὐτῶν θυμὸς ἐποτρύνει καὶ ἀνώγει», Ομ. Ιλ.) 2. κινώ, διεγείρω εναντίον κάποιου («νῶϊν ἐποτρύνει πόλεμον κακόν», Ομ. Ιλ.) 3. στέλνω επειγόντως («δέδοικα μή... Ἰθακήσιοι, ἀγγελίας δὲ πάντα ἐποτρύνωσι… …   Dictionary of Greek

  • οτρύνω — ὀτρύνω (Α) 1. παροτρύνω σε κάποιο έργο που απαιτεί τόλμη 2. (σπαν. σχετικά με ζώα) παρακινώ, κεντώ, παρορμώ («οὐρῆας τ ὠτρυνε», Ομ. Ιλ.) 3. επισπεύδω, επιταχύνω κάτι, κάνω να γίνει κάτι γρήγορα («μάχην ὤτρυνον Αχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 4. (μεσοπαθ.)… …   Dictionary of Greek

  • παρακαλώ — έω και άω / παρακαλῶ, έω, ΝΜΑ 1. ζητώ ικετευτικά και επίμονα από κάποιον να κάνει κάτι για χάρη μου, χωρίς να είναι υποχρεωμένος, διατυπώνω παράκληση («μη, παρακαλώ σας, μη λησμονάτε τη χώρα μου», Οδ. Ελύτης) 2. απευθύνω δέηση, ικεσία στον Θεό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”